εξαγωγός

εξαγωγός
ο (Α ἐξαγωγός) [εξάγω]
νεοελλ.
εξαγωγέας
αρχ.
οχετός για την αποχέτευση υδάτων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐξαγωγούς — ἐξαγωγός waste pipe masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαλανειόμφαλος — βαλανειόμφαλος, ον (Α) (για φιάλη) με κυρτό, ομφαλωτό πυθμένα (σε σχήμα πώματος μπανιέρας). [ΕΤΥΜΟΛ. < βαλανείον «λουτρό» + ομφαλός «πώμα με το οποίο κλεινόταν ο εξαγωγός βαλανείου»] …   Dictionary of Greek

  • νευρεξαγωγός — ο ιατρ. λεπτή βελόνα με λεπτότατα άγκιστρα, ειδική για νευρεξαγωγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < νευρ(ο) * + εξαγωγός] …   Dictionary of Greek

  • ἐξαγωγῶν — ἐξαγωγή fem gen pl ἐξαγωγός waste pipe masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”